put
(English)
Frequency: 123
Translations:
- فارسی : کن (2), نه (1), کش (1), کرد (1)
- Ἑλληνική : ἐνθεῖναι (2), προτίουσι (1), τεῦχος (1), ἐνθήσειν (1), τομῇ (1), θήσειν (1), ὑπεμνήσθην (1), ἀνεβάλλετο (1), ἀπέθανεν (2), καθέστηκεν (1), θείην (1), θεὶς (1), τίθησι (1), ἀποκτενῶν (1), ἀπόλλυτε (1), ἄκριτος (1), αἰσχυνθεῖσα (1), καθίστησι (1), ἐξέληται (1), ἄνδρα (1), κατάθου (1), Θείβαθεν (1), φορτίον (1), ἐνετίθεις (1), ἐνεβάλλοντο (1), ἐργασαίατο (1), ὡδί (1), καὐτὴ (1), φυγαῖς (1), ἄνω (1), καθέξω (1), ἐτερατεύετο (1), εἰσέθηκας (1), εἰσέθηκε (1), δήσω (1), ἀναθείη (1), ἄνδρες (1), θήσει (1), δέξεται (1), παράσχῃς (1), ἤρετο (1), ἐμβάλλετε (1), ἐπὶ (1), τότε (1), ἀνεῖλον (1), ἀνέλωσιν (1), ἐμβαλόντες (1), οὔτε (1), ἂν (1), ἀναβαλοῦ (2), ἀνύσας (1), ἐκείνοις (1), περίθηκε (1), ἔθηκε (2), ἐνέθηκε (1), θῆκε (1), ἔθεσαν (1), ἐνδῦναι (2), στεῖλαί (1), ἀμφιβάλλονται (1)
- Latin : pudori (1), positis (1), ponebant (5), coniecta esset (1), fecit (1), posuit (4), omnia (3), posuerat (1), reddebant (1)
- български : поставяха (3), поставиха (2), обърнаха (1)
- English : planted (1), put (1)
- Akkadian : su-ku8-un (1), i-sa-ka3-nu-ma (1), áš-kun-ma (1)