obey (English)
Frequency: 45
Translations:
- Ἑλληνική : κατέστραμμαι (1), πείθοι᾽ (2), πιθοῦ (2), ἀνηκουστεῖν (1), πείθεσθαι (3), πειθομένους (1), εἰ (1), χρῆσθαι (1), πίθωμαι (1), πείσομαι (1), πιθόμενος (1), ἄρχομεν (1), κἀπιθυμῶ (1), ταττόμενον (1), πειστέον (2), ἄρξεις (1), ἀπειθούντων (1), ϝελιτ (1), ἄρχων (1), πίθηαι (1), πείθεο (6), πείθονται (2), ἐχρῆτο (1), πιθονται (2), ἔθετο (1)
- English : bid (1), obey (3), obeying (1)
- Latin : parendi (1)