making
(English)
Frequency: 58
Translations:
- فارسی : کردن (1), کنان (1)
- Ἑλληνική : ποιούμενος (5), ἔνθηρον (1), ὀρθῶς (1), ποιοῦνται (1), ποιήσασθαι (2), προκαλοῦνται (1), ποιουμένων (1), ποιουμένους (1), ποιεῖσθαι (2), ποιοῦμεν (1), ποιησάμενος (1), ἀπεχθανόμενος (1), ποιήσω (1), διασποδῆσαι (1), ποιοῦσ᾽ (1), εἴρηκέ (1), κληθὲν (1), ποιήσωνται (1), ποιοῦσιν (1), ποιῆσαι (1), ποιουμένῳ (1), ὥστε (1), ποιήσας (4), ποίησις (1), ποιοῦσι (1), εἴην (1), ποιευμένῳ (1), περιβρυχίοισιν (2), ποιοῦντα (1), ἦν (1), ποιουμένου (1), ποίούμενος (2)
- Ancient Egyptian : ir=f (1)
- Latin : faciat (1), fecerat (3)
- English : and makes (2), hee had made (1), made (2), he made (1), making (1)
- Deutsch : Werk (1)