going
(English)
Frequency: 79
Translations:
- Ἑλληνική : ἰόντ᾽ (1), μέλλοντα (1), πρᾶγμα (1), ἵνα (1), ἄπειμι (1), ὅποι (1), ἀπωλόμεσθ᾽ (1), ἀπέρχομαι (1), ὑπάγοιμί (1), πέτομαι (1), δῆτα (2), γ᾽ (1), ἴτω (1), ἤμελλον (1), θεῖς (2), κἄπειτ᾽ (2), βαδιεῖ (1), ἔρχεται (1), ἔρχομαι (2), ξυνηλθέτην (1), εἶμ᾽ (1), πνευσεῖται (1), οὐδέποτε (1), αὐτὸν (2), βαδίζετε (1), ποθ᾽ (1), πέτεσθαι (1), ἔλθω (1), διακινήσας (1), χωρεῖν (1), ἀνατλὰς (1), οὐ (1), εἴσει (1), πράγματα (1), πάνθ᾽ (1), κολλομελεῖ (1), κακὸν (1), ἐλθεῖν (1), κᾆτ᾽ (1), κακόν (1), ἔμελλε (1), μέλλουσιν (1), εἴσω (1), τάχα (1), βαδίζειν (1), ἐλθοῦσα (1), ἰὼν (1), ἐξελθών (1), ἱέμενος (1), ἐλθὼν (7), ἰέναι (3), ᾿ϊόντες (1), κιὼν (1), κιόντα (1), βάντες (2)
- Español : yendo (1)
- English : I go (1), going (1), go (1), ' īontes ' (1)
- Latin : erat (1)
- Tamil : poyi (2)
- Akkadian : a-la-ku (1), a-lak (1)