proof (English)
Frequency: 39
Translations:
- فارسی : عیار (2)
- Ἑλληνική : πιστόν (1), πίστ᾽ (1), τεκμήριον (5), ἀπόδειξιν (4), διδάξω (1), ἔλεγχον (1), μεγάλη (1), ἐπεδείξατο (1), δηλοῦται (2), οὗτος (1), ἐλεγχθῇ (1), ἀποδείκνυμι (1), ἐδείκνυε (1), ἀληθῆ (1), τεκμηρίῳ (1), οἵτινες (1), βάσανός (1), δεικνύναι (1), ἀπόδειξις (2), σημεῖον (2), ἀποδεῖξαι (1), τὸ δεῖγμα (1), ὡς (1), τούτῳ (1), ἐχυρὸς (1)
- Deutsch : Beweis (1), beweisen (1)