capable (English)
Frequency: 34
Translations:
- Ἑλληνική : δυνάμενος (1), δυναμένων (1), δυνάμενοι (1), ὑπομενετικός (1), δυνάμενον (2), δύναται (2), νυνὶ (1), δυνατὸν (2), ἀδύνατον (1), κεκινῆσθαί (1), [ (2), οἷον (2), δύνασθαι (1), ἂν (2), τοιοῦτον (1), εἴπερ (1), ἐνδέχεται (1), ἐνδεχόμενον (1), ἱκανοὶ (2), ἱκανὸς (1), δυνατὸς (1)
- Latin : lubet (4)
- Akkadian : it-pé-šu (1), it-pe-šú (1)