actually (English)
Frequency: 34
Translations:
- Ἑλληνική : ὄντως (3), αὐτὰ (2), ἑταιρείας (1), [ (1), Μυτιληναίοις (1), αὐτῆς (1), αὐτὸ (2), ὥστε (2), ὅπερ (1), ἀποβαίνει (1), τυγχάνουσι (1), κίνησιν (2), ἐντελέχειαν (1), εἶναί (1), ἄπειρον (1), δῆλον (1), λόγον (1), τὰς (1), ἔργῳ (1), αὐτό (1), ἐνεργείᾳ (3), τυγχάνουσιν (1), εἰδητικὸν (1), ἤδη (1), δὴ (1)
- русский : тотчас же (1)